ἱππόστασις — stable fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποστάσει — ἱππόστασις stable fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἱπποστάσεϊ , ἱππόστασις stable fem dat sg (epic) ἱππόστασις stable fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποστάσεις — ἱππόστασις stable fem nom/voc pl (attic epic) ἱππόστασις stable fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποστασίων — ἱππόστασις stable fem gen pl (epic doric ionic aeolic) ἱπποστάσιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποστάσεσιν — ἱππόστασις stable fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππόστασιν — ἱππόστασις stable fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… … Dictionary of Greek
ιπποστασία — ἱπποστασία, ἡ (Μ) ιπποστάσιο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππόστασις*. Τα συνθ. σε στασία, αρχικά, παρήχθησαν από στάτος, στη συνέχεια όμως συνδέθηκαν με το στάσις (πρβλ. βελο στασία, βου στασία)] … Dictionary of Greek
ἱπποστάσεως — ἱπποστάσεω̆ς , ἱππόστασις stable fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)